- απαράβλαπτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να υποστεί βλάβη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αάατος — ἀάατος, ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: 1. απαράβλαπτος, απαραβίαστος 2. άψογος, καθαρός, αποφασιστικός 3. αήττητος, ακαταμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με το ἀάω και το ἄτη, πρβλ. ἀάβακτοι τού Ησύχ. (= αβλαβείς), ή με το *ἄω (=… … Dictionary of Greek